- καρκινικός (στίχος)
- καρκινικός (στίχος), ο που μπορεί να διαβαστεί κι απ' την αρχή κι από το τέλος, όπως «νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν».
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καρκινικός — ή, ο 1. ιατρ. αυτός που ανήκει στον καρκίνο ή σχετίζεται με τον καρκίνο («καρκινικά κύτταρα») 2. φρ. φιλολ. «καρκινικός στίχος» στίχος ο οποίος μπορεί να διαβαστεί είτε κανονικά είτε από το τέλος προς την αρχή διατηρώντας το ίδιο νόημα … Dictionary of Greek
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek